προεστός — προίστημι set before perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεστός — ο ο πρώτος του χωριού, ο άρχοντας, ο προύχοντας, ο πρόκριτος: Οι προεστοί κυβερνούσαν τις κοινότητες των χριστιανών στην τουρκοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τσολάκογλους, Δημήτριος — Προεστός των Αγράφων από το 1775 έως το 1817. Καταγόταν από τη Ρεντίνη των Αγράφων. Ήταν ένας από τους ισχυρότερους κοτζαμπάσηδες της εποχής του και με την ευστροφία του επιβαλλόταν και στους Τούρκους αξιωματούχους της περιοχής του. Επειδή έπεσε… … Dictionary of Greek
Μαυρομμάτης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών και πολιτικών από την Κατούνα της Ακαρνανίας. 1. Γεώργιος (; – 1703). Προεστός του Κάρλελι. Ήταν το πρώτο μέλος της οικογένειας που εγκαταστάθηκε στην Κατούνα. 2. Γεώργιος (1771 – Αθήνα 1836). Γιος του Μήτσου (11.).… … Dictionary of Greek
Χαραλάμπης — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ιερέας, ο οποίος καταγόταν από τη Μαγνησία. Επί Σεπτίμιου Σεβήρου (193 – 210) διαπομπεύτηκε στους δρόμους της πόλης, όπου τον έσερναν με χαλινάρι και, τέλος, τον αποκεφάλισαν μαζί με τους δήμιους… … Dictionary of Greek
ζαΐμης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών και πολιτικών, από την Κερπινή Καλαβρύτων. 1. Αλέξανδρος. Βλ. λ. Ζαΐμης, Αλέξανδρος. 2. Ανδρούτσος (; – 1792). Διετέλεσε μωραγιάννης (έπαρχος στον Μοριά, εξαρτημένος από τον σουλτάνο). Συμμετείχε ενεργά στην… … Dictionary of Greek
Thasos — Gemeinde Thasos Δήμος Θάσου … Deutsch Wikipedia
άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… … Dictionary of Greek
γαλάνης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αργύρης. Καταγόταν από την Γκράτζα της Μεσσηνίας. Πολέμησε στο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη, στη Δράμπαλα κ.α. 2. Γεώργιος. Καταγόταν από την Γκράτζα της Μεσσηνίας. Πολέμησε στην Καρύταινα, στο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη κ.α … Dictionary of Greek
καλλιστεύω — (AM) [κάλλιστος] μσν. (αρχ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ καλλιστεύων ο αξιωματούχος, ο προεστός, ο προύχοντας αρχ. 1. είμαι ο καλύτερος ή ο ωραιότερος, υπερέχω ως προς την ομορφιά ή την ανδρεία («καλλιστεύει πασέων τῶν ἐν Σπάρτη γυναικῶν», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek